Ο φούρναρης γκρίνιαζε συνέχεια στην γυναίκα του που πήγαινε στις εκκλησίες και έδινε στους φτωχούς και στους εράνους.
- Αφεντικό, όλα αυτά τα ψωμιά είναι δικά σου;
- Αμ’ τίνος να’ναι;
- Και δεν τα τρως;
- Βρε φύγε από δω!
- Δώσε μου και μένα ένα ψωμάκι που πεινάω.
- Φύγε σου είπα, παράτα με.
- Αφεντικό!
- Φεύγεις ή δεν φεύγεις;
- Αφεντικό! Παρακαλούσε ο φτωχός…
Δεν πρόλαβε να τελειώσει, και ο φούρναρης
- Αφεντικό, όλα αυτά τα ψωμιά είναι δικά σου;
- Αμ’ τίνος να’ναι;
- Και δεν τα τρως;
- Βρε φύγε από δω!
- Δώσε μου και μένα ένα ψωμάκι που πεινάω.
- Φύγε σου είπα, παράτα με.
- Αφεντικό!
- Φεύγεις ή δεν φεύγεις;
- Αφεντικό! Παρακαλούσε ο φτωχός…
Δεν πρόλαβε να τελειώσει, και ο φούρναρης